Επίθετο

επεξεργασία
παραθετικά
θετικός hard
συγκριτικός harder
υπερθετικός hardest

hard (en)

  1. σκληρός, δύσκολος, είναι δύσκολο να γίνει, να κατανοηθεί ή να απαντηθεί
    ⮡  It’s hard to emigrate.
    Είναι σκληρό να ξενιτεύεσαι.
    ⮡  It is hard for me to concentrate in here.
    Μου είναι δύσκολο να συγκεντρωθώ εδώ μέσα.
    ⮡  Subtraction is harder than addition.
    Η αφαίρεση είναι πιο δύσκολη από την πρόθεση.
    ⮡  Sometimes I have a hard time making decisions.
    Κάποιες φορές δυσκολεύομαι να πάρω αποφάσεις.
    ⮡  It is hard to describe the pain.
    Είναι δυσπερίγραπτος ο πόνος.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη difficult
  2. σκληρός, που είναι γεμάτο δυσκολίες και προβλήματα, ειδικά λόγω έλλειψης χρημάτων
    ⮡  Life is very hard.
    Η ζωή είναι πολύ σκληρή.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη difficult
  3. σκληρός, που χρειάζεται πολλή σωματική δύναμη ή ψυχική προσπάθεια
    ⮡  He attributed his success to hard work.
    Απέδωσε την επιτυχία του στη σκληρή δουλειά.
    ⮡  It takes hard work to get ahead.
    Χρειάζεται σκληρή δουλειά για να προχωρήσουμε.
  4. σκληρός, που είναι στέρεο και δύσκολο να λυγίσει ή να σπάσει
    ⮡  hard wood - σκληρό ξύλο
    ⮡  material hard as rock/like steel - υλικό σκληρό σαν πέτρα/σαν ατσάλι
    ⮡  a book with a hard binding - βιβλίο με σκληρό δέσιμο
    ⮡  a book with a hard cover - βιβλίο με σκληρό εξώφυλλο
     συνώνυμα:  firm, inflexible, rigid, solid και stiff
     αντώνυμα: soft
  5. σκληρός, για νερό που έχει υψηλά επίπεδα ασβεστίου, μαγνησίου και άλλα μεταλλικά στοιχεία
    ⮡  Hard water leaves residue.
    Το σκληρό νερό αφήνει υπολείμματα.
     αντώνυμα: soft
  6. για σύμφωνα που ακούγονται δυνατά όταν λέγονται· παρόμοια έννοια στα ελληνικά είναι διψήφια σύμφωνα
  7. σκληρός, για ναρκωτικά και ποτά που είναι πολύ ισχυρά
    ⮡  hard drugs - σκληρά ναρκωτικά

Παράγωγα

επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

  Επίρρημα

επεξεργασία
παραθετικά
θετικός hard
συγκριτικός harder
υπερθετικός hardest

hard (en)

  1. σκληρά, εντατικά, με κόπο, με μεγάλη προσπάθεια· με δυσκολία
    ⮡  We must work very hard in order to reach their level.
    θα πρέπει να δουλέψουμε πολύ σκληρά για να φτάσουμε στο επίπεδό τους.
    ⮡  I am working hard.
    Εργάζομαι σκληρά/εντατικά.
    ⮡  hard-earned money - χρήματα που έχουν κερδηθεί με κόπο
  2. δυνατά, σκληρά, με μεγάλη δύναμη
    ⮡  She hit him hard.
    Τον χτύπησε δυνατά.
    ⮡  That boxer hits hard.
    Αυτός ο πυγμάχος χτυπάει σκληρά.
    ⮡  He slammed the door hard.
    Χτύπησε την πόρτα με δύναμη.
    ⮡  He grabbed him hard.
    Τον έσφιξε με δύναμη.
  3. εντατικά, επίμονα, προσεκτικά και πλήρως
    ⮡  I am thinking hard.
    Σκέφτομαι εντατικά.
    ⮡  He looked long and hard at it.
    Το κοίταξε επίμονα.
  4. δυνατά, πολλά ή για πολύ καιρό
    ⮡  It’s raining hard.
    Βρέχει δυνατά.