stiff
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | stiff |
συγκριτικός | stiffer |
υπερθετικός | stiffest |
Επίθετο
επεξεργασίαstiff (en)
- σκληρός
- τυπικός, για ένα άτομο ή τη συμπεριφορά του που δεν είναι φιλική ή ήρεμη
- ⮡ She said a stiff good morning to him and passed him by.
- Του είπε μια τυπική καλημέρα και τον προσπέρασε.
- ⮡ She said a stiff good morning to him and passed him by.