παραθετικά
θετικός inflexible
συγκριτικός more inflexible
υπερθετικός most inflexible

  Ετυμολογία

επεξεργασία
inflexible < in- + flexible

  Επίθετο

επεξεργασία

inflexible (en)

  1. αδιάλλακτος
  2. σκληρός
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη hard



      ενικός         πληθυντικός  
inflexible inflexibles

  Επίθετο

επεξεργασία

inflexible (fr) αρσενικό ή θηλυκό