παραθετικά
θετικός inflexible
συγκριτικός more inflexible
υπερθετικός most inflexible

Ετυμολογία

επεξεργασία
inflexible < in- + flexible

inflexible (en)

  1. (κακόσημο) άκαμπτος, που δεν μπορεί να αλλάξει ή να γίνει πιο κατάλληλο για μια συγκεκριμένη κατάσταση
      The company’s inflexible policy causes problems for the employees.
    Η άκαμπτη πολιτική της εταιρείας προκαλεί προβλήματα στους υπαλλήλους.
  2. (κακόσημο) άκαμπτος, αδιάλλακτος, για ανθρώπους ή οργανισμούς που δεν είναι πρόθυμοι να αλλάξουν τις απόψεις, τις αποφάσεις τους κτλ. ή τον τρόπο που κάνουν τα πράγματα
      His inflexible stance in the negotiations made agreement difficult.
    Η άκαμπτη στάση του στις διαπραγματεύσεις δυσκόλεψε τη συμφωνία.
      The opposition remained inflexible, rejecting every proposal of compromise.
    Η αντιπολίτευση παρέμεινε αδιάλλακτη, απορρίπτοντας κάθε πρόταση συμβιβασμού.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη uncompromising
  3. αλύγιστος, άκαμπτος, σκληρός και δεν λυγίζει
      The inflexible frame of the building withstood the earthquake.
    Ο αλύγιστος σκελετός του κτιρίου άντεξε στον σεισμό.
      This metal is inflexible.
    Το μέταλλο αυτό είναι άκαμπτο.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη hard
      ενικός         πληθυντικός  
inflexible inflexibles