inflexible
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | inflexible |
συγκριτικός | more inflexible |
υπερθετικός | most inflexible |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαinflexible (en)
Πηγές
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
inflexible | inflexibles |
Επίθετο
επεξεργασίαinflexible (fr) αρσενικό ή θηλυκό