uncompromising
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | uncompromising |
συγκριτικός | more uncompromising |
υπερθετικός | most uncompromising |
Επίθετο
επεξεργασίαuncompromising (en)
- ανυποχώρητος, αδιάλλακτος, ασυμβίβαστος, άκαμπτος, ανένδοτος, αμετάπειστος, ακλόνητος, που μένει σταθερός στις απόψεις, στις αποφάσεις ή στη συμπεριφορά του
- ⮡ Both sides seemed uncompromising in the negotiations.
- Και οι δύο πλευρές φάνηκαν ανυποχώρητες στις διαπραγματεύσεις.
- ⮡ He is uncompromising on matters of principle.
- Είναι αδιάλλακτος/ασυμβίβαστος σε θέματα αρχής.
- ⮡ She is uncompromising in her decision.
- Είναι άκαμπτη στην απόφασή της.
- ⮡ He is uncompromising on this issue.
- Σ' αυτό το θέμα είναι ανένδοτος/αμετάπειστος.
- ⮡ Despite all the pressures he faced, he remained uncompromising in his faith.
- Παρ΄ όλες τις πιέσεις που δέχτηκε έμεινε ακλόνητος στην πίστη του.
- ≈ συνώνυμα: adamant, determined, firm, immovable, inflexible, insistent, intransigent, pertinacious, resolute, steadfast, unwavering και unyielding
- → και δείτε τη λέξη obstinate
- ⮡ Both sides seemed uncompromising in the negotiations.