αδιάλλακτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αδιάλλακτος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀδιάλλακτος < ἀ στερητικό → και δείτε τη λέξη διαλλάττω (διά + ἀλλαγή)
Επίθετο επεξεργασία
αδιάλλακτος, -η, -ο
- που εμμένει στις θέσεις του, δεν κάνει καμιά υποχώρηση και δεν δέχεται κανένα συμβιβασμό
Συνώνυμα επεξεργασία
με παρόμοια σημασία:
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- αδιάλλακτα (επίρρημα)
- αδιαλλαξία
- διαλλακτικότητα
- διαλλακτικός
→ και δείτε τη λέξη διαλλάσσω
Μεταφράσεις επεξεργασία
αδιάλλακτος