παραθετικά
θετικός adamant
συγκριτικός more adamant
υπερθετικός most adamant

  Επίθετο

επεξεργασία

adamant (en)

  • ανένδοτος, άκαμπτος, ανυποχώρητος, αμετάπειστος, που δεν αλλάζει θέση ή που δεν υποχωρεί
    ⮡  He is adamant on this issue.
    Σ' αυτό το θέμα είναι ανένδοτος.
    ⮡  She was adamant with her.
    Ήταν άκαμπτη μαζί της.
    ⮡  The strikers remained adamant in their demands.
    Οι απεργοί έμειναν ανυποχώρητοι στα αιτήματά τους.
    ⮡  Say what you will but he is adamant.
    Ό,τι και να πεις εσύ, αυτός είναι αμετάπειστος.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη uncompromising