αμετάπειστος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αμετάπειστος < αρχαία ελληνική ἀμετάπειστος. Συγχρονικά αναλύεται σε στερητικό α- + (μεταπείθω) μεταπεισ- + -τος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.meˈta.pi.stos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐με‐τά‐πει‐στος
Επίθετο
επεξεργασίααμετάπειστος
- που δεν μεταπεείθεται, που δεν αλλάζει γνώμη παρά τις προσπάθειες που καταβλήθηκαν ή συνεχίζουν να καταβάλλονται
- που δεν πείθεται
- που επιμένει στην γνώμη του
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αμετάπειστος