μεταπείθω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /me.taˈpi.θo/
Ρήμα
επεξεργασίαμεταπείθω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μεταπείθω | μετέπειθα | θα μεταπείθω | να μεταπείθω | μεταπείθοντας | |
β' ενικ. | μεταπείθεις | μετέπειθες | θα μεταπείθεις | να μεταπείθεις | μετέπειθε | |
γ' ενικ. | μεταπείθει | μετέπειθε | θα μεταπείθει | να μεταπείθει | ||
α' πληθ. | μεταπείθουμε | μεταπείθαμε | θα μεταπείθουμε | να μεταπείθουμε | ||
β' πληθ. | μεταπείθετε | μεταπείθατε | θα μεταπείθετε | να μεταπείθετε | μεταπείθετε | |
γ' πληθ. | μεταπείθουν(ε) | μετέπειθαν μεταπείθαν(ε) |
θα μεταπείθουν(ε) | να μεταπείθουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μετέπεισα | θα μεταπείσω | να μεταπείσω | μεταπείσει | ||
β' ενικ. | μετέπεισες | θα μεταπείσεις | να μεταπείσεις | μετέπεισε | ||
γ' ενικ. | μετέπεισε | θα μεταπείσει | να μεταπείσει | |||
α' πληθ. | μεταπείσαμε | θα μεταπείσουμε | να μεταπείσουμε | |||
β' πληθ. | μεταπείσατε | θα μεταπείσετε | να μεταπείσετε | μεταπείστε | ||
γ' πληθ. | μετέπεισαν μεταπείσαν(ε) |
θα μεταπείσουν(ε) | να μεταπείσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω μεταπείσει | είχα μεταπείσει | θα έχω μεταπείσει | να έχω μεταπείσει | ||
β' ενικ. | έχεις μεταπείσει | είχες μεταπείσει | θα έχεις μεταπείσει | να έχεις μεταπείσει | έχε μεταπεισμένο | |
γ' ενικ. | έχει μεταπείσει | είχε μεταπείσει | θα έχει μεταπείσει | να έχει μεταπείσει | ||
α' πληθ. | έχουμε μεταπείσει | είχαμε μεταπείσει | θα έχουμε μεταπείσει | να έχουμε μεταπείσει | ||
β' πληθ. | έχετε μεταπείσει | είχατε μεταπείσει | θα έχετε μεταπείσει | να έχετε μεταπείσει | έχετε μεταπεισμένο | |
γ' πληθ. | έχουν μεταπείσει | είχαν μεταπείσει | θα έχουν μεταπείσει | να έχουν μεταπείσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) μεταπεισμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) μεταπεισμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) μεταπεισμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) μεταπεισμένο |