ενεστώτας dissuade
γ΄ ενικό ενεστώτα dissuades
αόριστος dissuaded
παθητική μετοχή dissuaded
ενεργητική μετοχή dissuading

dissuade (en)

  • μεταπείθω, αποτρέπω, προσπαθώ να πείσω κάποιον να μην κάνει μια συγκεκριμένη ενέργεια
    ⮡  I dissuaded him from buying it.
    Τον μετάπεισα και δεν το αγόρασε.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη convince