dissuade
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | dissuade |
γ΄ ενικό ενεστώτα | dissuades |
αόριστος | dissuaded |
παθητική μετοχή | dissuaded |
ενεργητική μετοχή | dissuading |
Ρήμα
επεξεργασίαdissuade (en)
ενεστώτας | dissuade |
γ΄ ενικό ενεστώτα | dissuades |
αόριστος | dissuaded |
παθητική μετοχή | dissuaded |
ενεργητική μετοχή | dissuading |
dissuade (en)