στερητικός
Ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- στερητικός < στέρηση
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ste.ɾi.tiˈkos/ αρσενικό
- ΔΦΑ : /ste.ɾi.tiˈci/ θηλυκό
- ΔΦΑ : /ste.ɾi.tiˈko/ ουδέτερο
ΕπίθετοΕπεξεργασία
στερητικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με τη στέρηση
- που προκαλεί στέρηση
- (ιατρική) που οφείλεται σε στέρηση:
- (γλωσσολογία) → δείτε τη λέξη στερητικό
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
στερητικός
|