Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο στερητικός η στερητική το στερητικό
      γενική του στερητικού της στερητικής του στερητικού
    αιτιατική τον στερητικό τη στερητική το στερητικό
     κλητική στερητικέ στερητική στερητικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι στερητικοί οι στερητικές τα στερητικά
      γενική των στερητικών των στερητικών των στερητικών
    αιτιατική τους στερητικούς τις στερητικές τα στερητικά
     κλητική στερητικοί στερητικές στερητικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία Επεξεργασία

στερητικός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική στερητικός
για τη γραμματική > (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή στερητικός

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /ste.ɾi.tiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: στε‐ρη‐τι‐κός

  ΕπίθετοΕπεξεργασία

στερητικός, -ή, -ό

  1. που έχει σχέση με τη στέρηση
  2. που προκαλεί στέρηση
  3. (ιατρική) που οφείλεται σε στέρηση:
  4. (γραμματική) → δείτε τη λέξη στερητικό

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία

ζητούμενο λήμμα

  ΠηγέςΕπεξεργασία