στερητικός
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- στερητικός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική στερητικός
- για τη γραμματική > (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή στερητικός
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ste.ɾi.tiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στε‐ρη‐τι‐κός
ΕπίθετοΕπεξεργασία
στερητικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με τη στέρηση
- που προκαλεί στέρηση
- (ιατρική) που οφείλεται σε στέρηση:
- (γραμματική) → δείτε τη λέξη στερητικό
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
στερητικός
|
στη γραμματική
|
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
ΠηγέςΕπεξεργασία
- στερητικός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- στερητικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.