στερημένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
αυτός που δεν έχει την δυνατότητα να έχει στην κατωχή του κάποιο αγαθό. είτε αυτο είναι βασικό είτε όχι.
αυτός που δεν έχει την δυνατότητα να έχει στην κατωχή του κάποιο αγαθό. είτε αυτο είναι βασικό είτε όχι.