στερητική νόσος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
→ δείτε τη λέξη στερητικός και νόσος
Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία
στερητική νόσος θηλυκό
- η ασθένεια που οφείλεται στην απουσία ή την έλλειψη στοιχείων του οργανισμού απαραίτητων για την ανάπτυξή του