Ετυμολογία

επεξεργασία

 δείτε τη λέξη  στερητικός και νόσος

Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

στερητική νόσος θηλυκό

  • η ασθένεια που οφείλεται στην απουσία ή την έλλειψη στοιχείων του οργανισμού απαραίτητων για την ανάπτυξή του