αμετάπειστα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αμετάπειστα < αμετάπειστος + -α < αρχαία ελληνική ἀμετάπειστος < μεταπείθω < πείθω
Επίρρημα επεξεργασία
αμετάπειστα
- χωρίς να έχει μεταπειστεί
Συγγενικά επεξεργασία
- αμετάπειστος
- → δείτε τις λέξεις μετά και πείθω
Μεταφράσεις επεξεργασία
αμετάπειστα
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
αμετάπειστα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του αμετάπειστος