Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αγύριστο κεφάλι
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Πολυλεκτικός όρος
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
αγύριστο κεφάλι
< →
δείτε
τις λέξεις
αγύριστος
και
κεφάλι
Πολυλεκτικός όρος
επεξεργασία
αγύριστο κεφάλι
ουδέτερο
ο
ξεροκέφαλος
, ο
πεισματάρης
· που δεν
μεταβάλλει
γνώμη με κανένα λογικό επιχείρημα
≈
συνώνυμα
:
αρβανίτικο κεφάλι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αγύριστο κεφάλι
αγγλικά
:
stubborn
(en)
γαλλικά
:
têtu
(fr)
,
obstiné
(fr)
γερμανικά
:
Starrkopf
(de)