αρβανίτικο κεφάλι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αρβανίτικο κεφάλι < → δείτε τις λέξεις αρβανίτικο και κεφάλι
Έκφραση
επεξεργασίααρβανίτικο κεφάλι
- που δεν αλλάζει γνώμη (ή απόφαση) κι επιμένει πεισματικά σε αυτή, ξεροκέφαλος/ξεροκέφαλη