αγύριστος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίααγύριστος -η -ο
- που δεν αλλάζει γνώμη
- αγύριστο κεφάλι
- που δεν έχει επιστραφεί
- δανεικά κι αγύριστα
Μεταφράσεις
επεξεργασία αγύριστος
|
Ουσιαστικό
επεξεργασίααγύριστος αρσενικό
- ο τόπος από όπου κανείς δεν επιστρέφει
- πήγε στον αγύριστο (για κάποιον ανεπιθύμητο)