Ετυμολογία

επεξεργασία
μεταβάλλω < αρχαία ελληνική μεταβάλλω < μετά + βάλλω

μεταβάλλω

  1. (μεταβατικό) αλλάζω κάτι, το κάνω να γίνει διαφορετικό από πριν
    μεταβάλλω άποψη
  2. τροποποιώ κάτι

  Μεταφράσεις

επεξεργασία