modifier
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
modifier (en)
- τροποποιητής
- (προγραμματισμός) ο τροποποιητής εντολής, κώδικα, κλπ
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΠολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΓαλλικά (fr)
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
Ρήμα
επεξεργασία
modifier (fr)