• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

modifier

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Αγγλικά (en)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Ουσιαστικό
      • 1.3.1 Συνώνυμα
      • 1.3.2 Συγγενικές λέξεις
      • 1.3.3 Πολυλεκτικοί όροι
      • 1.3.4 Δείτε επίσης
  • 2 Γαλλικά (fr)
    • 2.1 Προφορά
    • 2.2 Ρήμα

Αγγλικά (en) Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

modifier < modify + -er

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈmɒdɪfaɪə/

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

modifier (en)

  1. τροποποιητής
  2. (προγραμματισμός) ο τροποποιητής εντολής, κώδικα, κλπ

ΣυνώνυμαΕπεξεργασία

  • qualifier

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • modification
  • modify

Πολυλεκτικοί όροιΕπεξεργασία

  • access modifier / specifier
  • modifier key
  • type modifier

Δείτε επίσηςΕπεξεργασία

  • modifier στην αγγλική Βικιπαίδεια  



Γαλλικά (fr) Επεξεργασία

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /mɔ.di.fje/
modifier (βοήθεια·αρχείο)

  ΡήμαΕπεξεργασία

modifier (fr)

  1. μεταβάλλω
  2. διαφοροποιώ
  3. αλλάζω
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=modifier&oldid=4638612"
Τελευταία επεξεργασία στις 10 Μαΐου 2020, στις 20:37

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 10 Μαΐου 2020, στις 20:37.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie