τροποποιητής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τροποποιητής < (τροποποιώ) τροποποιη- + -τής, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική modifier[1])
Ουσιαστικό επεξεργασία
τροποποιητής αρσενικό
- κάποιος ή κάτι που τροποποιεί
- (προγραμματισμός) η δεσμευμένη λέξη (reserved word) που εξειδικεύει τη σημασιολογία μίας εντολής ή τμήματος κώδικα
- → δείτε και τροποποιητής πρόσβασης και τροποποιητής τύπου (δεδομένων)
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ τροποποιητής - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)