ενικός         πληθυντικός  
modification modifications

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

modification (en)

Συνώνυμα

επεξεργασία
modification

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

modification (fr) θηλυκό

  1. η τροπολογία
  2. η τροποποίηση