τροπολογία
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- τροπολογία < (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική amendement < ελληνιστική τροπολογία (αλληγορική έκφραση, κάτι που λέγεται με άλλο τρόπο)
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
τροπολογία θηλυκό
- (κυριολεκτικά) η διατύπωση με διαφορετικό λεκτικό ή με διαφορετικές λεπτομέρειες
- (νομικός όρος) το σύντομο κείμενο που εισάγεται σε σχέδιο νόμου και επιφέρει τροποποιήσεις ή συμπληρώνει ήδη υπάρχοντα νόμο
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
τροπολογία