Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /tʃeɪndʒ/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
change changes

change (en)

  1. η αλλαγή
    Every new subway stop that’s added to the transit system is not necessarily accompanied by changes to the bus routes.
    Η κάθε νέα στάση του μετρό που προστίθεται στο συγκοινωνιακό σύστημα δεν συνοδεύεται απαραίτητα από αλλαγές στις λεωφορειακές γραμμές.
     συνώνυμα:  alteration και modification
  2. (μη μετρήσιμο) τα ρέστα, τα χρήματα που πρέπει να επιστρέψει ο πωλητής στον αγοραστή, όταν ο τελευταίος του δίνει κέρματα ή χαρτονομίσματα μεγαλύτερης αξίας από αυτήν του προϊόντος που αγοράζει
    Pay the bill and leave the change for a tip.
    Πλήρωσε το λογαριασμό και άφησε τα ρέστα για πουρμπουάρ.
    Keep the change!
    Κράτησε τα ρέστα!
    You gave me the wrong change.
    Μου δώσατε λάθος ρέστα.
  3. (μη μετρήσιμο) τα ψιλά, τα λιανά, τα νομίσματα
    I don’t have any change on me.
    Δεν έχω ψιλά μαζί μου.
    Can you give me change for a five pound note?
    Μπορείς να μου κάνεις ψιλά ένα πεντόλιρο;
    Can you make change for a pound?
    Μπορείς να μου κάνεις λιανά μια λίρα;

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

  Ρήμα επεξεργασία

ενεστώτας change
γ΄ ενικό ενεστώτα changes
αόριστος changed
παθητική μετοχή changed
ενεργητική μετοχή changing

change (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) γυρίζω, γίνομαι διαφορετικός
    The weather will change.
    Ο καιρός θα γυρίσει.
    His condition changed for the better/worse.
    Η κατάστασή του γύρισε προς το καλύτερο/χειρότερο.
  2. (μεταβατικό) αλλάζω, κάνω κάποιον ή κάτι διαφορετικό
    That doesn’t change things at all.
    Αυτό δεν αλλάζει καθόλου τα πράγματα.
    You can’t change someone’s personality in a day.
    Δεν μπορείς να αλλάξεις την προσωπικότητα κάποιου σε μια μέρα.
    He is constantly changing his mind.
    Διαρκώς αλλάζει γνώμη.
    I won’t change a word in the essay.
    Δεν θα αλλάξω λέξη στην έκθεση.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη alter
  3. (μεταβατικό) αλλάζω, σταματώ να έχω μια κατάσταση, θέση ή κατεύθυνση και αρχίζω να έχω μια άλλη
    He changed color when he saw me.
    Άλλαξε χρώμα όταν με είδα.
    She completely changed her policy/ideas.
    Άλλαξε εντελώς πολιτική/ιδέες.
    The ship changed course.
    Το πλοίο άλλαξε πορεία.
  4. (μεταβατικό) αλλάζω, γυρίζω, αντικαθιστώ ένα πράγμα, πρόσωπο, υπηρεσία κτλ. με κάτι νέο ή διαφορετικό
    I change my name/address/residence/car.
    Αλλάζω όνομά/διεύθυνσή/κατοικία/αυτοκίνητό μου.
    I am changing a bulb/a tire.
    Αλλάζω λάμπα/λάστιχο.
    Don’t change the subject!
    Μην γυρίζεις την κουβέντα!
  5. (μεταβατικό) αλλάζω, ανταλλάσσω χρήματα για το ίδιο ποσό σε διαφορετικά νομίσματα ή χαρτονομίσματα
    Can you change a five-pound note?
    Μπορείτε να μου αλλάξετε ένα πεντόλιρο;
  6. (μεταβατικό και αμετάβατο) αλλάζω, πάω από το ένα λεωφορείο, τρένο κ.λπ. στο άλλο για να συνεχίσω ένα ταξίδι
    I am changing trains there.
    Αλλάζω τρένο εκεί.
  7. (μεταβατικό και αμετάβατο) αλλάζω, για ρούχα, βάζω διαφορετικά ή καθαρά ρούχα
    I am changing./I am changing clothes.
    Αλλάζω ρούχα.
  8. (μεταβατικό) αλλάζω, για κρεβάτι, βάζω καθαρά σεντόνια κτλ. σε ένα κρεβάτι
    He is changing the sheets.
    Αλλάζει σεντόνια.

Εκφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

change (fr) αρσενικό

  1. το άλλαγμα, η αλλαξιά
  2. το συνάλλαγμα