loose change
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαloose change (en) (μη μετρήσιμο)
- τα λιανά, τα ψιλά, κέρματα που έχω σε μια τσέπη ή μια τσάντα
- ⮡ Don’t keep loose change in your pocket.
- Μη βάζεις τα λιανά έτσι στην τσέπη σου.
- ⮡ Don’t keep loose change in your pocket.
Πηγές
επεξεργασία- loose change - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 502. ISBN 9780194325684., λήμμα: λιανά