Ετυμολογία

επεξεργασία
loose change < → δείτε τις λέξεις loose και change

  Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

loose change (en) (μη μετρήσιμο)

  • τα λιανά, τα ψιλά, κέρματα που έχω σε μια τσέπη ή μια τσάντα
    ⮡  Don’t keep loose change in your pocket.
    Μη βάζεις τα λιανά έτσι στην τσέπη σου.