change someone's mind
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασία- (ιδιωματισμός) αλλάζω γνώμη κάποιου άλλου
- ⮡ I don’t think I can change her mind.
- Δεν νομίζω ότι μπορώ να της αλλάξω γνώμη.
- ⮡ I don’t think I can change her mind.