change one's mind
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασία- (ιδιωματισμός) αλλάζω γνώμη, μετανιώνω
- ⮡ He was going to be sworn in in six months but (he) changed his mind.
- Θα ορκιζόταν σε έξι μήνες όμως άλλαξε γνώμη.
- ⮡ He is constantly changing his mind.
- Διαρκώς αλλάζει γνώμη.
- ⮡ I’m not giving you the book I promised because I changed my mind.
- Δε σου δίνω το βιβλίο που σου υποσχέθηκα, γιατί μετάνιωσα.
- ⮡ He was going to be sworn in in six months but (he) changed his mind.