Ετυμολογία

επεξεργασία

μετανιώνω, αόρ.: μετάνιωσα, μτχ.π.π.: μετανιωμένος (χωρίς παθητική φωνή)

  1. συνειδητοποιώ με συντριβή τα λάθη μου και τις υπαρκτές ή πιθανές επιπτώσεις τους, μετανοώ
    Θα σε κάνω να μετανιώσεις για αυτά που είπες.
  2. αλλάζω γνώμη
    Πήγε να ανάψει ένα τσιγάρο αλλά το μετάνιωσε αμέσως.

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
  2. μετανιώνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας