Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

change one's ways < → δείτε τις λέξεις change, one's και ways

  Έκφραση επεξεργασία

change one's ways (en)

  • (ιδιωματισμός) διορθώνομαι, αρχίζω να ζω ή να συμπεριφέρομαι με διαφορετικό τρόπο από πριν
    I was deceived into believing that he would change his ways.
    Γελάστηκα και πίστεψα ότι θα μπορούσε να διορθωθεί.

  Πηγές επεξεργασία