αλλαξιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αλλαξιά | οι | αλλαξιές |
γενική | της | αλλαξιάς | των | αλλαξιών |
αιτιατική | την | αλλαξιά | τις | αλλαξιές |
κλητική | αλλαξιά | αλλαξιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αλλαξιά < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίααλλαξιά θηλυκό
- το σύνολο από ρούχα που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να αλλάξει κάποιος αυτά που φοράει
- πάρε μαζί σου και δυο αλλαξιές εσώρουχα για κάθε ενδεχόμενο
- (σπάνιο) η ανταλλαγή