Δείτε επίσης: ἀνταλλαγή

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανταλλαγή οι ανταλλαγές
      γενική της ανταλλαγής των ανταλλαγών
    αιτιατική την ανταλλαγή τις ανταλλαγές
     κλητική ανταλλαγή ανταλλαγές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανταλλαγή < (ελληνιστική κοινήἀνταλλαγή < ἀνταλλάσσω < ἀλλάσσω < ἄλλος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂élyos (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική échange)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ανταλλαγή θηλυκό

  1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ανταλλάσσω
  2. (πληροφορική) η ανταλλαγή περιεχομένων μεταξύ κύριας και δευτερεύουσας μνήμης (πχ. σκληρός δίσκος). Όταν εκτελούνται πολλά προγράμματα μαζί και δεν επαρκεί η κύρια μνήμη, τμήματα αυτής αποθηκεύονται προσωρινά στη δευτερεύουσα, αναστέλλοντας την εκτέλεση κάποιων προγραμμάτων.[1]
  3. (προγραμματισμός) η ανταλλαγή των περιεχόμενων τιμών μεταξύ δύο μεταβλητών

Συγγενικά επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία