Ετυμολογία

επεξεργασία
αναστέλλω < αρχαία ελληνική ἀναστέλλω

αναστέλλω , πρτ.: ανέστελλα, στ.μέλλ.: θα αναστείλω, αόρ.: ανέστειλα, παθ.φωνή: αναστέλλομαι, μτχ.π.π.: ανεσταλμένος μτχ ενεργ. ενεστ. αναστέλλοντας

  • σταματώ κάτι ίσως προσωρινά ίσως και για πάντα, αναβάλλω κάτι μάλλον για πολύ, όμως δεν το ακυρώνω και επίσημα οριστικά
    ⮡  αναστάλθηκε η εφαρμογή του νέου νόμου μετά την κατακραυγή των συνδικάτων
    ⮡  αναστάλθηκε η απεργία μετά την επιστράτευση των απεργών
    ⮡  Το Ανώτατο Δικαστήριο των Ηνωμένων Πολιτειών ανέστειλε σήμερα προσωρινά τους γάμους των ομοφυλοφίλων στη Γιούτα
    ⮡  Ανέστειλε επ' αόριστον τις εργασίες του το Ανώτατο Δικαστήριο της Αιγύπτου επειδή δέχεται απειλές από φανατικούς

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία