ενεστώτας suspend
γ΄ ενικό ενεστώτα suspends
αόριστος suspended
παθητική μετοχή suspended
ενεργητική μετοχή suspending

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /səsˈpɛnd/
 

suspend (en)

  1. (επίσημο, συνήθως στην παθητική φωνή) κρέμομαι
    ⮡  The chandelier was suspended from the ceiling.
    Ένα πολύφωτο κρεμόταν από το ταβάνι.
     συνώνυμα: hang
  2. αναβάλλω, καθυστερώ κάτι επίσημα, κανονίζω να γίνει κάτι αργότερα από ό,τι είχα προγραμματίσει
    ⮡  The judge suspended judgment.
    Ο δικαστής ανέβαλε την έκδοση αποφάσεως.
    ⮡  The trial was suspended indefinitely.
    Η δίκη αναβλήθηκε επί αόριστο.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη delay
  3. επιβάλλω αργία σε κάποιον, αποτρέπω επίσημα κάποιον από το να κάνει τη δουλειά του, να πάει σχολείο κτλ. για κάποιο χρονικό διάστημα, ως τιμωρία ή κατά τη διάρκεια μιας έρευνας
    ⮡  They suspended a football/soccer player.
    Επέβαλλαν αργία σε έναν ποδοσφαιριστή.
  4. αναστέλλω
  5. διακόπτω

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία