κρέμομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- κρέμομαι < μεσαιωνική ελληνική κρέμομαι < αρχαία ελληνική κρέμαμαι
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈkɾe.mo.me/
Ρήμα
επεξεργασία
κρέμομαι
- είμαι αναρτημένος κάπου ψηλά
- έχω κατέβει χαμηλότερα απ’ ό,τι πρέπει και (ενδεχομένως) χάσκω ή φαίνομαι άσχημα
- (μεταφορικά) εξαρτώμαι
- Από την ταχύτητα σου κρέμεται η επιτυχία του σχεδίου μας. (Πηνελόπη Δέλτα, Για την πατρίδα)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασίαπρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
---|---|---|---|---|---|---|
α' ενικ. | κρέμομαι | κρεμόμουν(α) | θα κρέμομαι | να κρέμομαι | ||
β' ενικ. | κρέμεσαι | κρεμόσουν(α) | θα κρέμεσαι | να κρέμεσαι | κρέμου | |
γ' ενικ. | κρέμεται | κρεμόταν(ε) | θα κρέμεται | να κρέμεται | ||
α' πληθ. | κρεμόμαστε | κρεμόμαστε κρεμόμασταν |
θα κρεμόμαστε | να κρεμόμαστε | ||
β' πληθ. | κρέμεστε | κρεμόσαστε κρεμόσασταν |
θα κρέμεστε | να κρέμεστε | κρέμεστε | |
γ' πληθ. | κρέμονται | κρέμονταν κρεμόντουσαν |
θα κρέμονται | να κρέμονται |
- Δείτε επίσης το ρήμα κρεμιέμαι