pendre
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- pendre < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαpendre (fr)
Συγγενικά
επεξεργασία- pendable
- pendaison
- pendant
- pendeloque
- pendentif
- penderie
- pendiller
- pendillon
- pendoir
- pendouiller
- pendu - pendue
- pendulaire
- pendule
- penduler
- pendulette