Ετυμολογία

επεξεργασία
pendaison < pendre

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pɑ̃.dɛ.zɔ̃/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
pendaison pendaisons

pendaison (fr) θηλυκό