Ετυμολογία

επεξεργασία
penderie < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pɑ̃.dʁi/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
penderie penderies

penderie (fr) θηλυκό