penderie
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- penderie < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
penderie | penderies |
penderie (fr) θηλυκό
- το μέρος μιας ντουλάπας όπου μπαίνουν οι κρεμάστρες
ενικός | πληθυντικός |
penderie | penderies |
penderie (fr) θηλυκό