κρεμώ
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- κρεμώ < αρχαία ελληνική κρεμύω και κρεμάννυμι
ΡήμαΕπεξεργασία
κρεμώ και κρεμάω
- τοποθετώ κάτι με τη μία άκρη του στερεωμένη ψηλότερα και την άλλη να πέφτει ελεύθερα προς τα κάτω
- κρέμασε στο λαιμό της το χρυσό μετάλλιο
- απαγχονίζω, εκτελώ κάποιον στην κρεμάλα
- Θα κρεμούσαν για παραδειγματισμό στην πλατεία του χωριού έναν προδότη. (Διδώ Σωτηρίου, Εντολή)
- (μεταφορικά) αφήνω κάποιον εκτεθειμένο ή παραπονεμένο ξεχνώντας την υπόσχεσή που του έδωσα
- μου είχε υποσχεθεί ότι θα με δανείσει και με κρέμασε τελευταία στιγμή
- ένα μέρος μου κατεβαίνει πιο χαμηλά απ' ό,τι συνήθως
- γέρασες, κακομοίρη, και κρέμασες προγούλι!
Επεξεργασία
ΣύνθεταΕπεξεργασία
ΚλίσηΕπεξεργασία
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κρεμάω - κρεμώ | κρεμούσα | θα κρεμάω - κρεμώ | να κρεμάω - κρεμώ | κρεμώντας | |
β' ενικ. | κρεμάς | κρεμούσες | θα κρεμάς | να κρεμάς | κρέμα - κρέμαγε | |
γ' ενικ. | κρεμάει - κρεμά | κρεμούσε | θα κρεμάει - κρεμά | να κρεμάει - κρεμά | ||
α' πληθ. | κρεμάμε - κρεμούμε | κρεμούσαμε | θα κρεμάμε - κρεμούμε | να κρεμάμε - κρεμούμε | ||
β' πληθ. | κρεμάτε | κρεμούσατε | θα κρεμάτε | να κρεμάτε | κρεμάτε | |
γ' πληθ. | κρεμάν(ε) - κρεμούν(ε) | κρεμούσαν(ε) | θα κρεμάν(ε) - κρεμούν(ε) | να κρεμάν(ε) - κρεμούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κρέμασα | θα κρεμάσω | να κρεμάσω | κρεμάσει | ||
β' ενικ. | κρέμασες | θα κρεμάσεις | να κρεμάσεις | κρέμασε | ||
γ' ενικ. | κρέμασε | θα κρεμάσει | να κρεμάσει | |||
α' πληθ. | κρεμάσαμε | θα κρεμάσουμε | να κρεμάσουμε | |||
β' πληθ. | κρεμάσατε | θα κρεμάσετε | να κρεμάσετε | κρεμάστε | ||
γ' πληθ. | κρέμασαν κρεμάσαν(ε) |
θα κρεμάσουν(ε) | να κρεμάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κρεμάσει | είχα κρεμάσει | θα έχω κρεμάσει | να έχω κρεμάσει | ||
β' ενικ. | έχεις κρεμάσει | είχες κρεμάσει | θα έχεις κρεμάσει | να έχεις κρεμάσει | έχε κρεμασμένο | |
γ' ενικ. | έχει κρεμάσει | είχε κρεμάσει | θα έχει κρεμάσει | να έχει κρεμάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε κρεμάσει | είχαμε κρεμάσει | θα έχουμε κρεμάσει | να έχουμε κρεμάσει | ||
β' πληθ. | έχετε κρεμάσει | είχατε κρεμάσει | θα έχετε κρεμάσει | να έχετε κρεμάσει | έχετε κρεμασμένο | |
γ' πληθ. | έχουν κρεμάσει | είχαν κρεμάσει | θα έχουν κρεμάσει | να έχουν κρεμάσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) κρεμασμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) κρεμασμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) κρεμασμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) κρεμασμένο |