pendu
Γαλλικά (fr) Επεξεργασία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | pendu | pendus |
θηλυκό | pendue | pendues |
pendu (fr)
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
pendu (fr) αρσενικό
Εσπεράντο (eo)Επεξεργασία
Ρηματικός τύποςΕπεξεργασία
pendu (eo)
- προστακτική του ρήματος pendi