Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
απαγχονισμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
απαγχονισμέν
ος
η
απαγχονισμέν
η
το
απαγχονισμέν
ο
γενική
του
απαγχονισμέν
ου
της
απαγχονισμέν
ης
του
απαγχονισμέν
ου
αιτιατική
τον
απαγχονισμέν
ο
την
απαγχονισμέν
η
το
απαγχονισμέν
ο
κλητική
απαγχονισμέν
ε
απαγχονισμέν
η
απαγχονισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
απαγχονισμέν
οι
οι
απαγχονισμέν
ες
τα
απαγχονισμέν
α
γενική
των
απαγχονισμέν
ων
των
απαγχονισμέν
ων
των
απαγχονισμέν
ων
αιτιατική
τους
απαγχονισμέν
ους
τις
απαγχονισμέν
ες
τα
απαγχονισμέν
α
κλητική
απαγχονισμέν
οι
απαγχονισμέν
ες
απαγχονισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
απαγχονισμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
απαγχονίζω
Μετοχή
επεξεργασία
απαγχονισμένος, -η, -ο
που έχει
απαγχονιστεί
, που έχει
κρεμαστεί
Μεταφράσεις
επεξεργασία
απαγχονισμένος
γαλλικά
:
pendu
(fr)