Δείτε επίσης: ἀπαγχονίζω

  Ετυμολογία

επεξεργασία
απαγχονίζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀπαγχονίζω → δείτε και τις λέξεις αγχόνη και άγχος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.paŋ.xoˈni.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐παγ‐χο‐νί‐ζω

απαγχονίζω, αόρ.: απαγχόνισα, παθ.φωνή: απαγχονίζομαι, π.αόρ.: απαγχονίστηκα, μτχ.π.π.: απαγχονισμένος

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία