αγχόνη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αγχόνη | οι | αγχόνες |
γενική | της | αγχόνης | των | αγχονών |
αιτιατική | την | αγχόνη | τις | αγχόνες |
κλητική | αγχόνη | αγχόνες | ||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
συνήθης γενική πληθυντικού: των αγχόνων
Ετυμολογία
επεξεργασία- αγχόνη < αρχαία ελληνική ἀγχόνη
Ουσιαστικό
επεξεργασίααγχόνη θηλυκό
- ξύλινη, συνήθως, κατασκευή από όπου κρεμόταν σκοινί με θηλιά και που χρησιμοποιούνταν για τις εκτελέσεις θανατικής καταδίκης με απαγχονισμό
- (συνεκδοχικά) ο απαγχονισμός