Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αγχόνη οι αγχόνες
      γενική της αγχόνης των αγχονών
    αιτιατική την αγχόνη τις αγχόνες
     κλητική αγχόνη αγχόνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

συνήθης γενική πληθυντικού: των αγχόνων

  Ετυμολογία επεξεργασία

αγχόνη < αρχαία ελληνική ἀγχόνη
 
μια αγχόνη

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αγχόνη θηλυκό

  1. ξύλινη, συνήθως, κατασκευή από όπου κρεμόταν σκοινί με θηλιά και που χρησιμοποιούνταν για τις εκτελέσεις θανατικής καταδίκης με απαγχονισμό
  2. (συνεκδοχικά) ο απαγχονισμός

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία