σκοινί
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σκοινί | τα | σκοινιά |
γενική | του | σκοινιού | των | σκοινιών |
αιτιατική | το | σκοινί | τα | σκοινιά |
κλητική | σκοινί | σκοινιά | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σκοινί < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική σκοινί(ον) < σχοινί(ον) με ανομοίωση στον τρόπο άρθρωσης [sx] > [sk]< αρχαία ελληνική σχοινίον (υποκοριτικό) < σχοῖνος [1] Δείτε και σχοινί.
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίασκοινί ουδέτερο
- το υλικό κατασκευασμένο από μακριές, εύκαμπτες ίνες, συνήθως φυτικές ή συνθετικές
- άλλες μορφές: σχοινί (λογιότερο)
Εκφράσεις
επεξεργασία- σε τεντωμένο σχοινί
- στο σπίτι του κρεμασμένου δε μιλάνε για σχοινί
- το δένω σκοινί κορδόνι
- του σκοινιού και του παλουκιού
- τραβάω / παρατραβάω / τεντώνω το σχοινί
Σύνθετα
επεξεργασία
μόνο με θέμα σκοιν- |
μόνο με θέμα σχοιν- |
με θέμα σκοιν- ή σχοιν- / σχοιν- ή σκοιν-
|
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- σκοινί στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία σκοινί
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σκοινί - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
επεξεργασία- σκοινί - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- σχοινί - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)