Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

παρατραβάω (άλλη μορφή του παρατραβώ)

  • α΄ πρόσωπο ενικού του ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος παρατραβώ