Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

παρατραβώ < παρα- + τραβώ

  Ρήμα επεξεργασία

παρατραβώ

  1. τραβώ περισσότερο απ' ό,τι θα έπρεπε
  2. (μεταβατικό) παρατείνω κάτι
  3. (αμετάβατο) παρατείνομαι υπερβολικά
    αρκετά πια, παρατράβηξε αυτή η ιστορία!

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία