Ετυμολογία

επεξεργασία
παρατείνω < αρχαία ελληνική παρατείνω < παρά + τείνω

παρατείνω, πρτ.: παρέτεινα, στ.μέλλ.: θα παρατείνω, αόρ.: παρέτεινα, παθ.φωνή: παρατείνομαι, μτχ.π.π.: παρατεταμένος

  • κάνω μεγαλύτερο ένα χρονικό διάστημα κατά το οποίο εξελίσσεται κάτι ή υπάρχει κάτι, το επεκτείνω

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία