παρατεταμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παρατεταμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου παρατείνω
Μετοχή επεξεργασία
παρατεταμένος, παρατεταμένη, παρατεταμένο
- παρατεταμένες βροχοπτώσεις
- παρατεταμένη καλοκαιρία (και παρατεινόμενη)
- παρατεταμένο χειροκρότημα