Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παρατεταμένος η παρατεταμένη το παρατεταμένο
      γενική του παρατεταμένου της παρατεταμένης του παρατεταμένου
    αιτιατική τον παρατεταμένο την παρατεταμένη το παρατεταμένο
     κλητική παρατεταμένε παρατεταμένη παρατεταμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παρατεταμένοι οι παρατεταμένες τα παρατεταμένα
      γενική των παρατεταμένων των παρατεταμένων των παρατεταμένων
    αιτιατική τους παρατεταμένους τις παρατεταμένες τα παρατεταμένα
     κλητική παρατεταμένοι παρατεταμένες παρατεταμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

παρατεταμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου παρατείνω

  Μετοχή επεξεργασία

παρατεταμένος, παρατεταμένη, παρατεταμένο

  • αυτός που έχει σχετικά μεγάλη διάρκεια, παρατείνεται περισσότερο από μία λογική μέση διάρκεια
παρατεταμένες βροχοπτώσεις
παρατεταμένη καλοκαιρία (και παρατεινόμενη)
παρατεταμένο χειροκρότημα

  Μεταφράσεις επεξεργασία