σκηνή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σκηνή | οι | σκηνές |
γενική | της | σκηνής | των | σκηνών |
αιτιατική | τη | σκηνή | τις | σκηνές |
κλητική | σκηνή | σκηνές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σκηνή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σκηνή
- για τη σημασία «απόσπασμα θεατρικού έργου» και τη μεταφορική σημασία: < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική scène < λατινική scaena < αρχαία ελληνική σκηνή [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /sciˈni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σκη‐νή
- ομόηχο: σκοινί
Ουσιαστικό
επεξεργασίασκηνή θηλυκό
- κατασκευή από ύφασμα με εύκαμπτο ή άκαμπτο σκελετό που συναρμολογείται στην ύπαιθρο για να χρησιμεύσει ως πρόχειρο κατάλυμα
- (στο θέατρο)
- (θέατρο) ορθογώνια κατασκευή πίσω από την ορχήστρα ενός αρχαίου θέατρου και απέναντι από το κοίλον
- (θέατρο) υπερυψωμένη συνήθως κατασκευή μπροστά από την πλατεία ενός σύγχρονου θέατρου, πάνω στην οποία εμφανίζονται οι ηθοποιοί
- (θέατρο) τμήμα ενός θεατρικού έργου, υποδιαίρεση του επεισοδίου στο αρχαίο δράμα ή της πράξης στο νεότερο θέατρο· η αλλαγή σκηνής σηματοδοτείται από την είσοδο ή την έξοδο ενός θεατρικού ήρωα
- (γενικότερα) τμήμα ή απόσπασμα ενός θεατρικού ή κινηματογραφικού ή λογοτεχνικού έργου
- ⮡ οι πολεμικές σκηνές, η σκηνή του αποχαιρετισμού
- (θέατρο) το σκηνικό μιας παράστασης
- λέξη που περιλαμβάνεται στην ονομασία ενός θεατρικού οργανισμού ή τμήμα ενός ευρύτερου θεατρικού οργανισμού
- ⮡ η Εθνική Λυρική Σκηνή, η Πειραματική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου
- (θέατρο) το θέατρο γενικότερα
- ⮡ Ανέβηκε στη σκηνή για πρώτη φορά στα δεκαοχτώ του.
- (μεταφορικά)
- ένα περιστατικό
- ⮡ Δύο άτομα πάλευαν μέσα στο δρόμο και οι περαστικοί παρακολουθούσαν τη σκηνή άφωνοι.
- ο τόπος όπου συνέβη ένα περιστατικό
- ⮡ Η αστυνομία έφτασε στη σκηνή του εγκλήματος.
- ένα περιστατικό
Εκφράσεις
επεξεργασία- επί σκηνής
- κάνω σκηνή σε κάποιον (επιτίθεμαι λεκτικά σε κάποιον)
- σκηνή ζηλοτυπίας → δείτε τη λέξη ζηλοτυπία
Συγγενικά
επεξεργασία ετυμολογικό πεδίο
σκην-
σκην-
- σκηνο- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα σκηνο- στο Βικιλεξικό όπως σκηνογράφος, σκηνοθετώ, τηλεσκηνοθεσία
και
- ακατασκήνωτος
- αντίσκηνο
- ασκηνοθέτητος
- κατασκήνωμα
- κατασκηνωμένος
- κατασκηνώνω
- κατασκήνωση
- κατασκηνωτής
- κατασκηνωτικός
- κατασκηνώτρια
- ομόσκηνος
- παρασκηνιακά (επίρρημα)
- παρασκηνιακός
- παρασκηνιακώς (επίρρημα)
- παρασκήνιο
- προσκήνιο
- σκηνάκι (υποκοριστικό)
- σκηνιακά (επίρρημα)
- σκηνικό
- σκηνικός
- σκηνίτισσα
- σκήνος
- σκηνούλα (υποκοριστικό)
- σκηνούχος
- σκήνωμα
- σύσκηνος
- τροχοσκηνή
- υποσκήνιο
Μεταφράσεις
επεξεργασία κατασκευή που χρησιμεύει ως πρόχειρο κατάλυμα
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σκηνή - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
επεξεργασία- σκηνή - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- σκηνή - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | σκηνή | αἱ | σκηναί |
γενική | τῆς | σκηνῆς | τῶν | σκηνῶν |
δοτική | τῇ | σκηνῇ | ταῖς | σκηναῖς |
αιτιατική | τὴν | σκηνήν | τὰς | σκηνᾱ́ς |
κλητική ὦ! | σκηνή | σκηναί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σκηνᾱ́ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | σκηναῖν | ||
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Παράγωγα
επεξεργασία ετυμολογικό πεδίο
σκην-
σκην-
παράγωγα και σύνθετα
και
- ἀκατασκήνωτος
- ἀντίσκηνος
- ἀποσκηνέω
- ἀπόσκηνος
- ἀποσκηνόω
- ἄσκηνος
- διασκηνάω, διασκηνέω
- διασκηνητέον, διασκηνητέος
- διασκηνόω
- ἔκσκηνος
- ἐνσκηνοβατέομαι
- ἔνσκηνος
- ἐνσκηνόω
- ἐπισκήνιον
- ἐπισκήνιος
- ἐπίσκηνος
- ἐπισκηνόω
- γογγυλόσκηνος
- κακοσκήνης, κακοσκηνής
- κατασκηνάω, κατασκηνόω
- κατασκήνωμα
- κατασκήνωσις
- μετασκηνόω
- ὁμοσκηνία
- ὁμόσκηνος
- ὁμοσκηνόω
- παρασκηνάω
- παρασκήνια, παρασκήνιον
- παρασκηνόω
- περισκήνια, προσκήνιον
- προσσκηνέω
- σκηνάω
- σκηνεῖον
- σκηνεύομα
- σκηνευτής
- σκηνέω
- σκήνημα
- σκηνήτης
- σκηνίδιον
- σκηνικεύομαι
- σκηνικός
- σκηνίς
- σκηνίτης
- σκῆνος
- σκηνόω
- σκηνύδριον
- σκήνωμα
- σκήνωσις
- σκηνωτής
- σκηνωτός
- συγκατασκηνόω
- συσκηνέω
- συσκηνήτρια
- συσκηνία
- συσκήνια
- συσκήνιος, συσκήνιον
- σύσκηνος
- συσκηνόω
- συσκήνωσις
- ὑποσκήνιον
- ὑποσκηνόω
Πηγές
επεξεργασία- σκηνή - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σκηνή - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.