Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τηλεσκηνοθεσία οι τηλεσκηνοθεσίες
      γενική της τηλεσκηνοθεσίας των τηλεσκηνοθεσιών
    αιτιατική την τηλεσκηνοθεσία τις τηλεσκηνοθεσίες
     κλητική τηλεσκηνοθεσία τηλεσκηνοθεσίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τηλεσκηνοθεσία < τηλε- + σκηνοθεσία


  Ουσιαστικό επεξεργασία

τηλεσκηνοθεσία θηλυκό

  • η επιλογή και εναλλαγή των πλάνων που θα προβληθούν σε τηλεοπτικά προγράμματα κι εκπομπές
έχει αναλάβει την τηλεσκηνοθεσία του δελτίου ειδήσεων


Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία