σκηνοθεσία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σκηνοθεσία (μαρτυρείται από το 1890) [1] < από το σκηνοθέτης
Ουσιαστικό επεξεργασία
σκηνοθεσία θηλυκό
- (θέατρο:) η σκηνική διδασκαλία ενός θεατρικού έργου και η καλλιτεχνική ευθύνη του ανεβάσματος μιας παράστασης
- Η τέχνη της σκηνικής διδασκαλίας και αφήγησης
- Η σκηνοθεσία του έργου ήταν λιτή αλλά με άποψη.
- (κινηματογράφος:) η καλλιτεχνική ευθύνη γυρίσματος κινηματογραφικής ταινίας
- η τέχνη της κινηματογραφικής αφήγησης
- Η ταινία απέσπασε βραβείο σκηνοθεσίας.
- (τηλεόραση:) η τηλεσκηνοθεσία, η διεύθυνση γυρίσματος τηλεοπτικού προγράμματος ή τηλεοπτικής ταινίας
- η τέχνη της τηλεοπτικής κάλυψης ή δημιουργίας
- (μεταφορικά:) λεπτομερώς μελετημένη και εκτελεσμένη πλεκτάνη ή παραπλάνηση
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ σελ. 910, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου