κατασκηνωτής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- κατασκηνωτής < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κατασκηνωτής αρσενικό, κατασκηνώτρια θηλυκό
- αυτός που έχει διαμένει σε μια κατασκήνωση