ενικός         πληθυντικός  
camper campers

Ετυμολογία

επεξεργασία
camper < camp + -er

Ουσιαστικό

επεξεργασία

camper (en)

  1. ο κατασκηνωτής, η κατασκηνώτρια
      The campers had the necessary supplies with them.
    Οι κατασκηνωτές είχαν μαζί τους τα απαραίτητα εφόδια.
  2. (μέσο μεταφορών) το τροχόσπιτο
      We’re spending the summer in a camper at a campsite.
    Παραθερίζουμε με τροχόσπιτο σε κάμπινγκ.
     συνώνυμα:  caravan, recreational vehicle, RV, motor home, trailer και travel trailer