camper
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
camper | campers |
Ουσιαστικό επεξεργασία
camper (en)
- ο κατασκηνωτής, η κατασκηνώτρια
- (μέσο μεταφορών) (ΗΠΑ) το τροχόσπιτο
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
camper | campers |
camper (fr)