camper
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
camper | campers |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαcamper (en)
- ο κατασκηνωτής, η κατασκηνώτρια
- ⮡ The campers had the necessary supplies with them.
- Οι κατασκηνωτές είχαν μαζί τους τα απαραίτητα εφόδια.
- ⮡ The campers had the necessary supplies with them.
- (μέσο μεταφορών) το τροχόσπιτο
- ⮡ We’re spending the summer in a camper at a campsite.
- Παραθερίζουμε με τροχόσπιτο σε κάμπινγκ.
- ≈ συνώνυμα: caravan, recreational vehicle, RV, motor home, trailer και travel trailer
- ⮡ We’re spending the summer in a camper at a campsite.
Πηγές
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
camper | campers |
camper (fr)